- τετρακοστά
- τὰ, Αο εορτασμός τής τεσσαρακοστής ημέρας από τη γέννηση κάποιου παιδιού.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τού πληθ. τού ουδ. τού επιθ. τεσσαρακοστός κατ' επίδραση τών λ. με α' συνθετικό τετρ(α)-*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.